- νεωτερικός
- νεωτερικός, -ή, -όν (ΑΜ) [νεώτερος]1. νέος, πρόσφατος2. νεωτεριστικόςμσν.1. επαναστατικός2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς»α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαιβ) απειλώ με στάση, με επανάστασηαρχ.1. αυτός που αρμόζει στους νέους, νεανικός («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)2. (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, μορφή, μοντέρνος («κάτοπτρον νεωτερικόν», πάπ.).επίρρ...νεωτερικῶς (Α)με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.